- ημιανάταση
- [-ις (-εως)] η поднятие одной руки над головой (при физкультурных упражнениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιανάταση — η (γυμναστ.) η ανάταση τού ενός χεριού κατακόρυφα προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανάταση] … Dictionary of Greek
ημιανάταση — η (γυμν.), τάση του ενός χεριού προς τα πάνω και κατακόρυφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek